- ἀφαρμάκευτος
- ἀφαρμάκ-ευτος [μᾰ], ον,A without medicine, not physicked, Hp.Acut. (Sp.) 27; without cosmetics,
ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Alciphr.Fr.5.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Alciphr.Fr.5.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀφαρμάκευτος — without medicine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφαρμάκευτος — η, ο (Α ἀφαρμάκευτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν φαρμακώθηκε, που δεν δηλητηριάστηκε 2. όποιος δεν δοκίμασε πίκρες αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ή που δεν πήρε φάρμακο ή γιατρικό 2. φρ. «ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα» χωρίς βαφές ή καλλυντικά … Dictionary of Greek
ἀφαρμακεύτους — ἀφαρμάκευτος without medicine masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)